dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
οι
διαθέσιμοι ενεργειακοί πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
verfügbare Energiemenge
Ⓦ
Ⓖ
…